-
1 ἀλλότριος
A of or belonging to another, βίοτος, νηῦς, ἄχεα, Od.1.160, 9.535, Il.20.298; γυνή another man's wife, A.Ag. 448 (lyr.); ἀλλοτρίων χαρίσασθαι to be bountiful of what is another's, Od.17.452; γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν with faces unlike their own, of a forced, unnatural laugh, ib.20.347; ἀ. ὄμμασιν εἷρπον by the help of another's eyes, S.OC 146(lyr.); οὐκ ἀ. ἄτην not inflicted by other hands, Id.Ant. 1259; but ἀ. φόνος murder of a stranger (cf. 11.1), Pl.Euthphr.4b: prov., ἀ. ἀμᾶν θέρος reap where one has not sown, Ar.Eq. 392, cf. Hes.Th. 599; ἀλλοτριωτάτοις τοῖς σώμασιν χρῆσθαι deal with one's body as if it belonged to another, Th.1.70; τὰ ἀλλότρια, [var] contr. τἀλλότρια, what belongs to others, not one's own, τἀ. ἀποστερεῖν, δειπνεῖν, X.Ages.4.1, Theopomp. Com.34.II opp. οἰκεῖος, foreign, strange,1 of persons,ἀ. φώς
stranger,Od.
18.219, cf. Ar.Ra. 481; almost = enemy, Il.5.214, Od.16.102; οὐδέ τις ἀλλοτρίων no stranger, Hdt.3.155;εἴτε ἀ. εἴτε οἰκεῖος ὁ τεθνεώς Pl.Euthphr.4b
;ἀ. τῆς πόλεως Lys.28.6
;οὐδείς ἐστί μοι ἀ., ἂν ᾖ χρηστός Men.602
; ἀλλοτριώτερος τῶνπαίδων less near than thy children, Hdt.3.119; ἀλλοτριώτερος, opp. οἰκειότερος, Arist.EN 1162a3: c. dat.,ἀλλότριοι ὑμῖν ὄντες Isoc. 14.51
.b hostile, unfavourably disposed, c. gen.,ἀ. Ῥωμαίων Plb.28.4.4
;- ώτατος μοναρχίας D.S.16.65
;ἀλλότρια φρονῶν τοῦ βασιλέως Plb.36.15.7
, cf. OGI90.19 ([place name] Rosetta).2 of things, alien, strange, ([comp] Comp.), etc.; εἴ τι πρότερον γέγονεν ἀ. estrangement, Decr. ap. D.18.185;ἡ ἀ.
alien country, enemy's country,Lys.
2.6, Isoc.10.50, cf. Hdt.8.73: c. gen., alien from,ἐπιτηδεύματα δημοκρατίας ἀ. Lys.31.34
; οὐδὲν ἀ. ποιῶν τοῦ τρόπου Decr. ap. D.18.182.b Medic., abnormal, Sor.2.5, Gal.14.780; ἀ. σάρκες superfluous fat, Pl.R. 556d.c foreign to the purpose, : [comp] Comp., Id.EN 1159b24: [comp] Sup., Id.Cat. 15b29, cf. Polystr.p.17 W.d Astrol., = ἀπόστροφος, POxy. 464.16.III Adv. ἀλλοτρίως, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλας to be unfavourably disposed towards.., Lys.33.1, cf.Isoc.12.159; ἄ. ἔχειν πρός .. Id.5.80: [comp] Comp.- ιώτερον
less favourably,D.
18.9.2 strangely, marvellously, Epigr.Gr.989.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλότριος
-
2 οἰκεῖος
οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.
См. также в других словарях:
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek